- στερεοβλεφαρίδα
- η, Ν1. (ιοτολ.) κυτταρικό οργανίδιο με υπομικροσκοπική δομή, ανάλογη τών βλεφαρίδων και μαστιγίων, αλλά άκαμπτο και ακίνητο2. η μεμβράνη που παράγεται από τους μηχανοδέκτες τής πλευρικής γραμμής τών ψαριών3. η μεμβράνη που παράγεται από τους μηχανοδέκτες τών αιθουσαίων και ακουστικών κυττάρων τού λαβυρίνθου τών σπονδυλοζώων.
Dictionary of Greek. 2013.